Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΑΤΙΚΟΥ ΟΠΑΔΟΥ Χρήστος Ιακώβου Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ) Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της αυξανόμενης βίαιης δημόσιας συμπεριφοράς ατόμων, είτε λεκτικής είτε φυσικής, η οποία εκτείνεται στα συγκοινωνούντα δοχεία του αθλητικού και του πολιτικού χώρου. Κανείς δεν αμφιβάλει ότι τέτοια δημόσια συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα του φανατισμού που εξαπλώνεται σε όλο και περισσότερες συνομαδώσεις την κοινωνίας μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο όπου τα τελευταία χρόνια μας προέκυψαν οι ποδοσφαιρικές θύρες, τα φανταχτερά ονόματα των φανατικών οπαδών των ομάδων, οι ειδικές επιτροπές των εκλεκτών των κομμάτων και, εσχάτως, το lifestyle του fan club, των φανατικών και αφοσιωμένων σε ιδέες, πρόσωπα και άψυχα αντικείμενα. Η λέξη φανατικός προέρχεται από τη λατινική fanum που σημαίνει ιερό. Από τη λέξη fanum προέρχεται ο όρος fanatici (θρησκόληπτοι, μανιώδεις), ο οποίος έχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο αφού στην αρχαία Ρώμη δήλωνε τους οπαδούς της θεάς του πολέμου Μπελλόνα, όπου κατά την προσέλευση τους στο βωμό της θεάς κατεβάλλοντο από ένθεη μανία και προέβαιναν σε διάφορες φρικαλεότητες ενώπιον των θεατών, διατρυπώντας το σώμα τους με ξίφη. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τη διαστροφή του θρησκευτικού συναισθήματος το οποίο προκαλούσε την βίαιη εκδικητικότητα εναντίον αλλόπιστων. Συζητώντας για χρόνια, σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, με ανθρώπους που ένιωθαν την ανάγκη να ευρίσκονται περιχαρακωμένοι σε ιδεολογικά καταφύγια, αισθανόμενοι ότι υπηρετούν υψηλά ιδανικά, πολύ πιο ψηλά από τα έτσι κι αλλιώς κάλπικα ιδανικά των άλλων, προσπαθούσα να καταλάβω τι κάνει ένα άνθρωπο να καταφεύγει στην ιδεόληπτη πίστη και μέσα από μία απλή συζήτηση, πολιτικού ή ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος, να προσκολλάται πάντοτε με νευρωτική αλαζονεία στην μανιώδη προσπάθειά του να αυτοδικαιώνεται. Γι' αυτούς τους ανθρώπους, ακόμη κι' ένας μικρός διάλογος πρέπει να γίνεται με σκοπό να τον κερδίσουν, ισοπεδώνοντας εξευτελιστικά και με ναρκισσιστική κυριαρχία τον συνομιλούντα, τον οποίο πάντοτε βλέπουν ως αντίπαλο. Αν δεν το καταφέρουν, τότε επιστρατεύουν ποικίλους τρόπους εκδικητικότητας, γιατί ο «αντίπαλος» κατάφερε να αναιρέσει με επιχειρήματα τα ερείσματα και τα είδωλα που τους δικαιώνουν στα ίδια τους τα μάτια. Σε τέτοιους ανθρώπους, κυρίαρχο ρόλο στην όποια σκέψη και συμπεριφορά τους παίζει πρωτίστως η ύπαρξη του αντιπάλου, δηλαδή του «διαβόλου» και αυτό που τους συσπειρώνει και φανατίζει ή χρησιμοποιείται για να τους συσπειρώσει και να τους φανατίσει δεν είναι η πολιτική νίκη και η ποδοσφαιρική επιτυχία όσο ο «κίνδυνος» που προέρχεται από το αντίπαλο κόμμα και η ύπαρξη της αντίπαλης θύρας. Αυτή η διαπίστωση είναι δυστυχώς ένα μικρό δείγμα για το πως μπορεί να επηρεαστεί, να καθοδηγηθεί και να ποδηγετηθεί πλέον η μάζα των φανατικών οπαδών. Στην ιστορία είναι πάμπολλα τα παραδείγματα όπου ο φανατισμός έδωσε άλλοθι στα πιο κτηνώδη πάθη του ανθρώπου. Στο κλασικό του σύγγραμμα ο αμερικανός διανοούμενος Έρικ Χόφφερ, «Ο Φανατικός» (The True Believer, 1951) εξηγεί τη διαδικασία ένωσης ενός ατόμου με μία μάζα (π.χ. τυφλοί οπαδοί ενός κόμματος, φανατικοί οπαδοί μίας ποδοσφαιρικής ομάδος): «Η πίστη σε μία ιερή υπόθεση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκατάστατο για τη χαμένη αυτοπεποίθηση...όσο μικρότερη ιδέα μπορεί να έχει για την τελειότητα του εαυτού του, τόση μεγαλύτερη προθυμία δείχνει για να αποδίδει αλλού την απόλυτη τελειότητα», όπως ακριβώς την αποδίδει πάντοτε ο φανατικός οπαδός στο κόμμα και την ομάδα του. «Όσο λιγότερο μπορεί ένα άτομο να αξιώσει διάκριση για τον εαυτό του, τόσο περισσότερο έτοιμο είναι να αξιώσει όλες τις διακρίσεις για το κόμμα του, την ομάδα του, την ιδεολογία του ή τον ιερό σκοπό του.» Τα εμφανή ελλείμματα προσωπικότητας κάνουν τέτοιους ανθρώπους να είναι ανασφαλείς. Δεν μπορούν ποτέ να παράγουν αυτοεπιβεβαίωση μέσα από τις δικές τους δυνάμεις αφού έχουν προ πολλού απορρίψει τον εαυτό τους. Γιατί αν η ζωή ενός ανθρώπου έχει ποιοτικό περιεχόμενο τότε αξίζει κοίταγμα. Αν όχι, τότε ξεπερνά αυτό το πρόβλημα με το να ασχολείται με τη ζωή των άλλων. Έτσι εξηγείται η μετακίνηση κάποιου από το χώρο των διαπιστωμένων ατομικών του ελλειμμάτων στο καταφύγιο της ιδεοληψίας που καλλιεργεί τη ψευδαίσθηση ότι απελευθερώνεται σωτήρια υπηρετώντας με φανατισμό μια ιερή υπόθεση. Μια μετακίνηση που μπορεί να ξεκινά ως αγνή και ανυστερόβουλη αφιέρωση και υπηρεσία σε υψηλά ιδανικά και καταλήγει σε ιδεοληψία, η οποία λειτουργεί ως στέγαστρο του ασυνείδητου εγωκεντρισμού και διέξοδος για τα ελλείμματα προσωπικότητας. Γι' αυτό οι φανατικοί όπου και να βρίσκονται έχουν ανάγκη από μία εσωτερική λογική ηθικισμού για να εξωραϊζεται η ανασφάλειά τους και να ενισχύεται η εγωκεντρική τους αυτοάμυνα με «ορθότερες» ιδέες και πολλές φορές με μεσσιανική αποστολή. Συνεπώς, πως να συζητήσεις με αξιολογική και κριτική σκέψη με ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεπεράσουν το τυποποιημένο φράγμα του δογματισμού; Αυτοί έχουν πλέον εθιστεί στην τυποποιημένη γλώσσα και ορολογία που σχηματοποιεί κάθε αντικείμενο συζήτησης και οδηγεί πάντοτε στις ίδιες απαντήσεις. Κι ακόμη περισσότερο, πως να συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν ανάγκη από μία βεβαιότητα «ξεχωριστής κλήσης» και «υψηλής αποστολής» για να αισθάνονται εσαεί αυτοδικαιωμένοι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου