Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

<<Η Λεμεσός χτυπά στην καρδιά του Μουσταφά Ακιντζί>>

Λεμεσός: Οδός Αφροδίτης! Μυθικό το όνομα αυτού του δρόμου, αλλά και με κάποιο συμβολισμό για την ταυτότητα των ανθρώπων που για πολλά χρόνια συνυπήρχαν εδώ. Είναι ένα μικρό δρομάκι, μια πάροδος προς το τέρμα της οδού Ελευθερίας στο κέντρο της Λεμεσού που καταλήγει σε αδιέξοδο με φάτσα το μικρό τζαμί και πίσω από αυτό το εκκλησάκι του Άη Αντώνη.

Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, ο δρόμος αυτός πνιγόταν στις κουβέντες και τα νταλαβέρια των μεγάλων και στις χαρούμενες φωνές από τα ανέμελα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στο απλωμένο με χώμα οδόστρωμα. Ελληνικές
και τούρκικες κουβέντες και φωνές σε μια απόλυτη αρμονία και κατανόηση μεταξύ των γειτόνων με τη διαφορετική θρησκεία, αλλά την ίδια κουλτούρα.

Σ’ αυτό το σοκάκι της Λεμεσού, γεννήθηκε το 1947 και έζησε τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του και ο Μουσταφά Ακιντζί. Ο άνθρωπος που, με την ανάδειξή του πριν από λίγες ημέρες στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, έχει καταστεί φορέας αναφοράς, αλλά και ελπίδας ότι επιτέλους υπάρχει μια καλύτερη προοπτική για επανένωση του τόπου μας.

Σκαλίζοντας τις λεμεσιανές ρίζες του Τουρκοκύπριου ηγέτη, βρεθήκαμε στη γειτονιά που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, αναζητώντας κάποιους παιδικούς γείτονες και φίλους για να ξετυλίξουν το κουβάρι της μνήμης και να θυμηθούν κάποια βιώματα εκείνης της εποχής.
Καμία σχέση της σημερινής οδού Αφροδίτης με εκείνη της τότε περιόδου. Σήμερα 4-5 σπίτια στέκουν από εκείνη την εποχή. Κάποια ερμητικά κλειστά και άλλα στεγάζουν ανθρώπους που ήρθαν εδώ τα τελευταία χρόνια και βέβαια δεν τους συνδέει τίποτε με τη γειτονιά. Υπάρχουν και κάποια που χτίστηκαν λίγο πριν ή λίγο μετά τα γεγονότα του ‘74. Τα πιο πολλά σπίτια κατεδαφίστηκαν ή μετατράπηκαν σε μηχανουργεία. Σ’ αυτά που δεν υπάρχουν πια περιλαμβάνεται και το πατρικό σπίτι του Μουσταφά Ακιντζί. Στον άδειο χώρο σταθμεύουν τώρα τα αυτοκίνητα της γειτονιάς.

Όπως χάθηκαν τα σπίτια εκείνης της εποχής, έτσι σκόρπισαν και οι άνθρωποι που κατοικούσαν τότε εδώ. Όμως, όπως φάνηκε μέσα από το ρεπορτάζ, η παλιά γειτονιά τους, οι γειτόνοι τους και όσα έζησαν εδώ, παραμένουν έντονα και νοσταλγικά στη μνήμη τους. Μαζί με αυτά και ο συμπολίτης τους ο Μουσταφά… Το «χαμηλών τόνων και πάντα χαμογελαστό παιδάκι» που έπαιζαν μαζί του κι ύστερα όταν ξενιτεύτηκε, έβρισκε ευκαιρία και επέστρεφε επισκέπτης στη γειτονιά για να πιει τον καφέ του και να αναπολήσει τα περασμένα μαζί με τους παλιούς γειτόνους.

«Είμαι τζιαι εγώ Λεμεσιανός»

Όταν ένας βέρος Λεμεσιανός, Ελληνοκύπριος, συναντάται με έναν άλλο βέρο Λεμεσιανό, Τουρκοκύπριο, τότε δεν μπορεί παρά η γνωριμία τους να αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον,  την κοινή καταγωγή τους.

Τέτοιου είδους γνωριμία είχε με τον Μουσταφά Ακιντζί και ο συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής, Τίτος Κολώτας. Γνώρισε, όπως μας ανέφερε, για πρώτη φορά τον Τουρκοκύπριο ηγέτη πριν από περίπου 15 χρόνια, πριν ακόμα ανοίξουν τα οδοφράγματα. «Συντόνιζα μια συζήτηση στη Λεμεσό για το Κυπριακό και ήταν στο πάνελ και ο Ακιντζί, ο οποίος γύρισε και μου είπε αμέσως σε άπταιστα ελληνοκυπριακά “Είμαι τζιαι εγώ Λεμεσιανος”. Και μου έκανε εντύπωση το πόσο ευπροσήγορος και απλός ήταν και πόσο αγαπούσε τη Λεμεσό», αναφέρει ο Τίτος Κολώτας, επισημαίνοντας ότι «η επιθυμία του να λυθεί το Κυπριακό το συντομότερο δυνατό και να ξαναζήσουμε μαζί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ήταν προφανής από τότε».

Το παχουλό μωρό της ράφταινας

Από τους λίγους ανθρώπους που έζησαν τον Μουσταφά Ακιντζί, παιδάκι σ’ αυτήν τη γειτονιά, είναι η κυρία Λία Μισιρλή Κεή, η οποία ευχαρίστως στράφηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 και στα πρώτα χρόνια του ‘50, μοιραζόμενη μαζί μας κάποιες συγκινητικές στιγμές από εκείνα τα ανέμελα χρόνια…

«Το σπίτι της οικογένειας Ακιντζί ήταν λίγο πιο πίσω από το δικό μας... Εμείς μέναμε στο νούμερο 8 κι εκείνοι τρία σπίτια πιο πάνω. Ο Μουσταφά ήταν ένα παχουλό μωρό, ήσυχο αγοράκι… πιο μικρός από μένα, γι’ αυτό κι εγώ έκανα πιο πολύ παρέα με την αδελφή του τη Γιλσιέ που έχουμε την ίδια ηλικία. Η μάμα τους ήταν ράφταινα και ο παπάς τους δούλευε, νομίζω, στο Κτηματολόγιο…» μας λέει και δείχνει να νοσταλγεί εκείνη τη συναναστροφή και φιλία.

«Τότε τα σπίτια ήταν με αυλές και θυμούμαι καθόταν η μάμα τους κάτω που το δεντρό και έραβε… Ήταν εκείνες οι όμορφες γειτονιές της εποχής που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαν δίπλα δίπλα, κολλητά τα σπίτια τους και συναναστρέφονταν καθημερινά χωρίς προβλήματα. Η γειτονιά μας ήταν τότε χωματόδρομος και σημείο αναφοράς ήταν το γκαράζ του Αγαθάγγελου… Τις νύκτες, κυρίως τα καλοκαίρια, επαίρναμε τις καρέκλες μας και καθόμασταν όλοι στον δρόμο έξω από τα σπίτια μας… Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν τα δικά τους κι εμείς επαίζαμεν ή εκάμναμε βόλτες πάνω κάτω στη γειτονιά… Επαίζαμε σκάλα οι κορούδες και μπίλιες ή λιγκρί τα αγόρια… συχνά επαίζαμε και όλοι μαζί χωστόν».

Μοιάζει σαν κινηματογραφική ταινία η αφήγηση της κ. Κεή, η οποία μας επισημαίνει ότι η ίδια δεν ήξερε καθόλου τουρκικά, «όμως εκείνοι ήξεραν καλά τα ελληνικά κι έτσι συνεννοούμασταν».

Θυμάται ακόμα που οι Έλληνες της γειτονιάς πήγαιναν  στις γιορτές των γειτόνων τους όταν είχαν γάμο ή σουννέτι… Δίπλα από το σπίτι του Ακιντζί είχε και δυο τουρκικά λουτρά και «μας έπαιρναν οι γονιοί μας εκεί, γιατί τότε δεν είχαμε μπάνια στα σπίτια, αλλά και γιατί μας άρεσε».

Λίγο μετά το ‘55 η οικογένεια Ακιντζί έφυγε από την οδό Αφροδίτης που ήταν μικτή και κατοίκησε πίσω από το τούρκικο νοσοκομείο όπου ζούσαν μόνο Τουρκοκύπριοι. Αργότερα, όταν ο Μουσταφά ήταν πάνω κάτω 12 χρονών, έφυγαν από τη Λεμεσό αλλά ερχόταν συχνά μέχρι το ’74 και έβλεπε τη γειτονιά του. «Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ήρθε στις ελεύθερες περιοχές και άκουσα ότι έψαχνέ μας στην οδό Ελευθερίας, αλλά εμείς στο μεταξύ είχαμε μετακομίσει και δεν μπορέσαμενα βρεθούμε».

Βέρος Λεμεσιανός με κυπριακή νοοτροπία

Με χαρακτηρισμούς που σκιαγραφούν έναν Κύπριο, μιλά για τον Μουσταφά Ακιντζί η κυρία Νίκη Στυλιανού, κάτοικος σήμερα της οδού Ελευθερίας. Αν και δεν τον έζησε στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ωστόσο τον γνώρισε αρκετά χρόνια πριν την τουρκική εισβολή κι από τότε είχε την ευκαιρία να συναντηθεί και να πιει καφέ μαζί του, εκεί στη γειτονιά τους.

«Εγώ ήρθα εδώ το 1968. Εκείνος γεννήθηκε και αναγιώθηκε δαμαί και κατά διαστήματα, πριν και μετά τα γεγονότα του ‘74, ερχόταν από τη Λευκωσία όπου έμενε και έβλεπε τους γείτονες και τους παιδικούς του φίλους. Τότε είχε ένα μικρό κόμμα κι ερχόταν μόνος του και αθόρυβα. Και πάντα μας έλεγε ότι λυπόταν που άλλαξε η γειτονιά».

Αναφερόμενη στην πρώτη φορά που τον γνώρισε, η κ. Στυλιανού μιλά με πολύ θαυμασμό: «Εντυπωσιάστηκα γιατί κατάλαβα ότι ήταν ένας βέρος Λεμεσιανός, ένας καθαρός Κυπραίος που αγαπούσε πραγματικά και τη γενέτειρά του τη Λεμεσό, αλλά και την Κύπρο γενικότερα. Καμιά διαφορά στη νοοτροπία από τους άλλους γνήσιους Κυπραίους… Ήρεμος, λιγομίλητος άνθρωπος, αλλά όταν μιλούσε οι κουβέντες του ήταν μετρημένες και νούσιμες. Μιλούσαμε μισά ελληνικά και μισά τουρκικά… όσα ήξερα κι όσα ήξερε».

Άνθρωπο απλό, καθημερινό που μπορείς να τον προσεγγίσεις και να μιλήσεις μαζί του ανθρώπινα και όχι φαντασμένο πολιτικό που τα θέλει όλα δικά του, χαρακτηρίζει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη η κ. Στυλιανού. «Γιατί να είναι η Αμμόχωστος γεμάτη ποντικούς και να μην πάνε στα σπίτια τους οι νόμιμοι κάτοικοι της, γιατί να μην ανοίξουν τα λιμάνια να έχει δουλειές ο κόσμος;» μου είπε πιο παλιά που ήρθε εδώ, όπως αναφέρει και εκφράζει την εκτίμηση ότι «είναι από τους ανθρώπους που αυτό που λένε το εννοούν, αλλά δυστυχώς δεν εξαρτώνται όλα από αυτόν… Αν ήταν που το χέρι του να φύγουν όλοι οι έποικοι, θα έφευγαν αύριο το πρωί».


«Προσκύνημα» στη γειτονιά του λίγο πριν τις κάλπες

Η τελευταία φορά που ο Μουσταφά Ακιντζί βρέθηκε στη Λεμεσό ήταν λίγο καιρό πριν από τις εκλογές στα κατεχόμενα που τον ανέδειξαν θριαμβευτικά νικητή. Ήταν σαν ένα «προσκύνημα» στον πατρικό τόπο που θα του έδινε δύναμη να συνεχίσει τον δικό του αγώνα για την επανένωση.

«Ήρθε με τον Δήμαρχό μας κι έδωκε γυρό της γειτονιάς και μίλησε με όλο τον κόσμο που βρέθηκε στον δρόμο του», μας περιγράφει η Νίκη Στυλιανού. «Ρωτούσε για τους ανθρώπους της γειτονιάς, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, που δεν τους έβλεπε κι ήθελε να μάθει τι έγιναν… τους θυμόταν έναν έναν με τα ονόματά τους κι όταν του είπα ότι αυτός και αυτός έχουν πεθάνει, είδα τη θλίψη στην έκφραση του προσώπου του. Ρώτησε και για μια συνομήλική του Ελληνοκύπρια κι όταν έμαθε ότι είναι άρρωστη και ζει σε κάποιο ίδρυμα, πήγε και την είδε».

Κουβεντιάζοντας με παλιούς γείτονες και γενικά με τον κόσμο που συνάντησε στη Λεμεσό, «μιλούσε με πάθος για την ελληνοτουρκική φιλία, τόνιζε την πεποίθησή του ότι μπορεί να υπάρξει ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη… Όσες φορές ήρθε στη γειτονιά και τώρα τελευταία, αλλά και τις προηγούμενες φορές, συνέχεια αναπολούσε τα παλιά και έφερνε στον νου του τα παιδιά που έπαιζε μαζί τους και εξέφραζε τη θλίψη του που τώρα η εικόνα της γειτονιάς έχει αλλάξει, που χαλάστηκαν κάποια σπίτια όπως και το δικό του, που χάθηκαν κάποιοι άνθρωποι».

Αρκετές φορές η κ. Στυλιανού τον άκουσε να κάνει αναφορά στην ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε μετά την εισβολή λέγοντας ότι «αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος που συνέτεινε στο να διαλυθούν οι γειτονιές μας και να χαθούν μεταξύ τους άνθρωποι που συνυπήρχαν για χρόνια στον ίδιο τόπο».

«Κάθε φορά τρέχουν τα μάθκια του…»

Μμπορεί το σπίτι της οδού Αφροδίτης να μην υπάρχει πια, στέκει όμως και κατοικείται εκείνο της οδού Χατζηχασάν Αγά αριθμός 3. Είναι το σπίτι, πίσω από το τούρκικο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε η οικογένεια Ακιντζί λίγο μετά τα γεγονότα του ’55. Στο σπίτι αυτό κατοικεί από το ’74 η οικογένεια της Ανδρούλας Φιλιππίδου από το Βαρώσι.

«Από τότε που είμαστε δαμαί και μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ο Ακιντζί ήρθε μια φορά με τη μάνα του και είδαν το σπίτι τους κι ύστερα μας έκανε μόνος του πολλές επισκέψεις. Κάθε φορά που έρχεται, μπαίνει και στο δωμάτιο που ήταν η κάμαρή του και συγκινείται και βλέπω τα μάθκια του που τρέχουν…», μας λέει η κ. Ανδρούλα, τονίζοντας ότι «κάθε φορά που έρχεται, βγάζει μαζί μας φωτογραφίες και μας λέει ευχαριστώ που διατηρούμε το σπίτι του».

Η γνωριμία τους όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τη μοίρα που τους συνδέει με αυτό το σπίτι αφού, όπως επισημαίνει η κ. Ανδρούλα, «συναντηθήκαμε πολλές φορές σε συγκεντρώσεις που έγιναν εδώ στη Λεμεσό και ήρθε και μίλησε για την επαναπροσέγγιση».

Αποτυπώνει σε βιβλίο τις μνήμες από τη Λεμεσό

Άνθρωπο ακλόνητο στις απόψεις του που δεν θα υποχωρήσει στις αρχές που πιστεύει αλλά θα τις υπερασπιστεί για τα συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας και ολόκληρου του κυπριακού λαού χαρακτηρίζει τον Μουσταφά Ακιντζί ο δήμαρχος Ανδρέας Χρίστου. Η πρώτη γνωριμία τους έγινε μετά το ‘74, όταν άρχισαν οι επαφές μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κομμάτων και φορέων. «Ήμουν τότε στο φοιτητικό κίνημα και ο Ακιντζί ήταν και εκείνος από τους νέους ανθρώπους που κινήθηκαν στο θέμα της επαναπροσέγγισης» θυμάται ο Ανδρέας Χρίστου, επισημαίνοντας ότι όταν ανέλαβε δήμαρχος της κατεχόμενης Λευκωσίας, με τη δράση και το έργο του και τη συνεργασία του με τον Λέλλο Δημητριάδη, ανέδειξε έμπρακτα τις ικανότητες και τις πολιτικές του απόψεις και την προσέγγισή του σε θέματα της ενωμένης Κύπρου.

«Η πιο στενή ωστόσο προσωπική μας γνωριμία αναπτύχθηκε περισσότερο τα τελευταία χρόνια, όταν εγώ ήμουν πλέον δήμαρχος Λεμεσού κι εκείνος, κάπως αποστασιοποιημένος από την ενεργό πολιτική και έχοντας περισσότερο χρόνο, άρχισε να έρχεται στην πόλη μας και να βλέπει παλιούς φίλους και γνωστούς του… Γράφει, ίσως και να το έχει ολοκληρώσει, ένα βιβλίο για τη Λεμεσό και τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια, επισκεπτόμενος διάφορα σημεία της πόλης, μιλώντας με πολύ κόσμο και βγάζοντας αρκετές φωτογραφίες. Και βέβαια ήρθε πολλές φορές και στη Γιορτή του Κρασιού…».

Γράφει: Χρήστος Χαραλάμπους
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου